προσδιανέμω

προσδιανέμω
Α
διαμοιράζω κάτι επί πλέον («λίτραν ἀργυρίου κατ' ἄνδρα προσδιένειμεν», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσδιενείμαντο — προσδιανέμω distribute besides aor ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιένειμαν — προσδιανέμω distribute besides aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιένειμεν — προσδιανέμω distribute besides aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”